- γερανιίδες
- (geraniaceae). Οικογένεια δικοτυλήδων ποωδών φυτών. Πολλά είδη και ποικιλίες γ., του γένους πελαργόνιο, παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την καλλωπιστική αξία τους, όπως το πελαργόνιο το μεγανθές (πελαργόνι), το πελαργόνιο το ζωνωτό (γεράνι), το πελαργόνιο το ασπιδόφυλλο (μπαμπακούλα), το πελαργόνιο το εύοσμο (αρμπαρόριζα), που φυτεύονται συνήθως σε κήπους, γλάστρες και ζαρντινιέρες. Αντίθετα, στο γένος γεράνιο ανήκουν άγρια φυτά του δάσους και των ορεινών λιβαδιών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει περίπου 21 είδη, όπως το γ. το αιματόχρουν, με μοναχικά πορφυρένια άνθη, το γ. το ροβερτιανό, με βλαστούς και φύλλα ερυθρωπά και άνθη ρόδινα, το γ. το πελοποννησιακό, το γ. το κατανεύο κλπ. Άλλο αξιόλογο γένος είναι ο ερωδιός, από το οποίο 13 είδη υπάρχουν και στην ελληνική χλωρίδα. Περισσότερο διαδεδομένος σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς, είναι ο ερωδιός ο κωνιόμορφος (καλόγερος ή χτενάκι) με άνθη κόκκινα ή ρόδινα. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικός είναι ο καρπός του, που το ελεύθερο αθερώδες ράμφος του συστρέφεται σπειροειδώς και χάρη σε υγροσκοπικές κινήσεις μπαίνει στο έδαφος. Έτσι οι καρποί του χρησιμοποιούνται συχνά ως πρωτόγονα υγρόμετρα. Χαρακτηριστικός βέβαια είναι ο καρπός και των άλλων ειδών. Πρόκειται για μία κάψα, που όταν ωριμάζει διαιρείται σε πέντε μονόσπερμα καρπίδια με μακρύ αθέρα, τα οποία μένουν κρεμασμένα γύρω από την κορυφή ενός άξονα. Η διασπορά γίνεται είτε με κύρτωση του αθερώδους ράμφους είτε με σπειροειδείς κινήσεις. Γενικά τα φύλλα των γ. αναδίδουν μια βαριά μυρωδιά, που οφείλεται στην παρουσία αδένων με γερανιέλαιο. Μερικά πελαργόνια μάλιστα (πελαργόνιο το κνησμώδες, πελαργόνιο το ευοσμότατο) χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία για την εξαγωγή αιθέριου ελαίου.
Dictionary of Greek. 2013.